- θεοσοφικός
- -η, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεοσοφία ή στον θεόσοφο.επίρρ...θεοσοφικώςαπό θεοσοφική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεόσοφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοσοφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στη θεοσοφία ή το θεοσοφιστή (βλ. λλ.): Θεοσοφική εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek